διδακτά

διδακτά
διδακτός
taught
neut nom/voc/acc pl
διδακτά̱ , διδακτός
taught
fem nom/voc/acc dual
διδακτά̱ , διδακτός
taught
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διδάκτ' — διδακτά , διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) διδακτέ , διδακτός taught masc voc sg διδακταί , διδακτός taught fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτάς — διδακτά̱ς , διδακτός taught fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”